- ψευδαπόστολος
- οο απόστολος του ψεύδους, αυτός που διδάσκει ψεύδη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδαπόστολος — false ambassador masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαπόστολος — ο, ΝΑ (κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι νεοελλ. απόστολος τού ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀπόστολος] … Dictionary of Greek
ψευδαποστόλοις — ψευδαπόστολος false ambassador masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαποστόλου — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαποστόλους — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαποστόλων — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαπόστολοι — ψευδαπόστολος false ambassador masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαπόστολον — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍՈՒՏ — (ստոյ, ոց, եւ ստի, ից.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c ա. յորմէ յն. փսէւտիս: ψευδής, ψευστής falsus, fallax, mendax . Ներհակն ձայնիս Ստոյգ. ոչ ճշմարիտ. հակառակն ճշմարտութեան. անիրաւ. խարդախ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
АПОСТОЛЫ — [от греч. ἀπόστολος посланник, вестник], ближайшие ученики Иисуса Христа, избранные, наученные и посланные Им на проповедь Евангелия и устроение Церкви. История термина В античной лит ре слово ἀπόστολος употреблялось для обозначения морской… … Православная энциклопедия